Новогреческий словарь





Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω
категории словаря: фрукты занятие, профессия

ω / 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10

ωκεανολόγος


Ωκεανία


Ωκεανίδες


ωκεάνιος


ωμοφόριο


ωολέυκωμα


ωοθυλάκιο


ωογένεση


ωοπαραγωγός


ωοπαραγωγικός


ωραιοπάθεια


ωραιοποίηση


ωραιοποιώ


ωραία


ωραιότατα


ωραιότατος


ωσμωτικότητα


ὠτακουστέω


ωτοασπίδα


ωτασπίδα