Новогреческий словарь
αποκριανός
αποκριανός
карнавальный
(в дни масленицы)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
карнавальный
? —
αποκριανός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποκριανός
? — карнавальный
#
(ново)греческий словарь
—
λιθογλύπτης
—
χαρτοποιία
—
κωλιά
—
τραινάρω
—
πρωτοβουλία
—
ελληνίζω
—
ροκάνι
—
δηλώσιμος
—
ξυλοτομία
—
εγκατέστησα
—
παραλληλογράφος
—
ταβερνιάρης
—
μπανιστής
—
επιδημιολογικός
—
αίσκιωτος
—
μπαρμπουνάρα
—
ασκητός
—
νωπογραφία
—
υποχρεωμένος
—
επικρεμώ
—
απόδραση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве