|
карнавальный (в дни масленицы) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово карнавальный? — αποκριανός как с (ново)греческого переводится слово αποκριανός? — карнавальный — χρονογράφος — πλουσιότατος — μαραθωνομάχος — αξεμπέρδευτος — εκφράζομαι — μουρμουρίζω — μαργωτήρα — χασμουρούμαι — απορροή — γλαυκός — περισσώς — κουμανταδόρος — γατσιόμαλλα — σπιρούνιασμα — βροχίζω — συντονιστής — κακάκια — επίβαση — μουσικοδιδάσκάλισσα — γεάνθρακος — νοολογικός |
|||