|
1) стонущий; 2) тяжело вздыхающий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стонущий? — στενακτικός как на (ново)греческом будет слово тяжело вздыхающий? — στενακτικός как с (ново)греческого переводится слово στενακτικός? — стонущий, тяжело вздыхающий — ανυφαντάρης — ξελουρίζω — τετρακύλινδρος — κατάπαυση — ανδραγαθίζομαι — αμλέτιος — μεσοβορρας — παράθεση — βουτυροκομία — καβλί — απέσω — ερπετολογία — ποταμόχωστος — κανιβαλίζω — τροπολογία — απεργάζομαι — γδούπος — φετιχικός — αγουρογεννημένος — λινέλαιο — βεβαιουμαι |
|||