|
ο закладчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово закладчик? — ενεχυριαστής как с (ново)греческого переводится слово ενεχυριαστής? — закладчик — νεραϊδόπουλο — χρωστάω — διχρωμικός — πλυμένος — βραδύπεπτος — κουβαλώ — ξενοκοιτάζω — μέρος — γαρνίρω — οικοπεδούχος — αλλοτριώσιμος — φλόγωση — καρουλιάστρα — παραχύνω — αναίμακτος — διεγείρω — γουνάδικο — ανθήλιος — κρανοφόρος — τσιμπητός — δαφνοκέρασος |
|||