Новогреческий словарь
ανακριτικός
ανακριτικός
юр.
следственный
;
~ό γραφείο — следственная часть
;
~ά όργανα — следственные органы
;
~ υπάλληλος — следователь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
следственный
? —
ανακριτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανακριτικός
? — следственный
#
(ново)греческий словарь
—
επιμελημένος
—
αλεξιβάσκανο
—
κολλοδιοχάρτης
—
βιβλιοδέτης
—
επίπλοον
—
προπάτωρ
—
αποσκυβαλισμένος
—
αναγουλιαστικός
—
τέρας
—
προβάλλω
—
χρυσίτιδα
—
αντιλογώ
—
συμβιώνω
—
στολίστρια
—
αγγλοτραφής
—
καρμανιόλα
—
σφήν
—
μουχλιασμένος
—
ευθυδικία
—
αλαζόνας
—
σοφάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве