|
юр. следственный; ~ό γραφείο — следственная часть; ~ά όργανα — следственные органы; ~ υπάλληλος — следователь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово следственный? — ανακριτικός как с (ново)греческого переводится слово ανακριτικός? — следственный — αχηβάδα — ζέγουνα — ταμίευση — γουρλώνω — τυφλόμυιγα — χάρτωμα — δολοφονία — υπνιάζω — λικβινταριστής — ερινεός — στρουμπουλός — χρονοβόρος — λεπτόρρευστος — αρκεί — δαιμονοπάθεια — σπεράντζα — απαρχή — ιατρεία — ξεροβόρι — ελικόμορφος — προπαιδειό |
|||