|
подпирать, поддерживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подпирать? — αναστηρίζω как на (ново)греческом будет слово поддерживать? — αναστηρίζω как с (ново)греческого переводится слово αναστηρίζω? — подпирать, поддерживать — συλλογικός — φτουρώ — χάσμηση — φημίζομαι — γιγανταιώρημα — εντάμα — προπέτασμα — ανεκτικός — πασσάλειμμα — λιποταξία — θριάμβευση — αρνησικυρία — λεπτουργός — μογγολικά — κοραλλένιος — αληθεύω — ανθυποβάλλω — ανεξασθένωτος — χοροδιδασκαλείο — άπιαστος — καπνοφυτεία |
|||