|
η 1) коза; 2) перен. ведьма (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коза? — κατσίκα как на (ново)греческом будет слово ведьма? — κατσίκα как с (ново)греческого переводится слово κατσίκα? — коза, ведьма — ξεμπαρκάρισμα — ακτινογράφημα — σολιψισμός — καλιγωτής — ιχνηλάτης — μαγκαρία — γκερδέλι — λιθογλυφικός — εκπλειστηρίασμα — λαχανοπωλείο — ημίφως — βαρυντικός — παράστημα — ούρδα — δυσβάστακτος — περισκόπιο — σκιάδι — αγρυπνία — αντιμιασματικός — σπαής — ενεργούμενο |
|||