Новогреческий словарь
πατριδοκάπηλος
πατριδοκάπηλος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατριδοκάπηλος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εξαπλασίασμός
—
οικογενειάρχης
—
αρμενιάζω
—
λειτουργώ
—
φάκελο
—
μουστώνω
—
αχαλύβωτος
—
σιτάρκεια
—
απεραντολογώ
—
Μαυρογιώργος
—
άσφακτος
—
στάλα
—
ινδικός
—
αντρίκια
—
ξαγορεύω
—
αυτοαπτίζομαι
—
ρήτορας
—
ελαιόχρωμα
—
ιούρτη
—
αλιόφως
—
αντικαλώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве