|
нагнаиваться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нагнаиваться? — διαπυίσκομαι как с (ново)греческого переводится слово διαπυίσκομαι? — нагнаиваться — καρδιοχτυπώ — αμετανάστευτος — καβουρόσουπα — ανασπώ — κολλοδιοχάρτης — ολοκληρωμένος — αταξίδευτος — κερόπανο — μονολεκτικός — απόσυρση — τηλεσκοπικός — παστρικά — ξαναφούντωμα — μοναχοπαίδι — αξελάκκιαστος — πρόσφυση — γειτονεύω — κοιτωνίσκος — αεράκι — κάτοψη — ασβεστόλακκος |
|||