|
простительный; ~ή πράξη — извинительный поступок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово простительный? — σογχωρητός как с (ново)греческого переводится слово σογχωρητός? — простительный — μπετούγια — καταναλωτικός — μαγαρίκα — Ασπροσουσουράδα — μισόκλειστος — χωρίστρα — άμεσα — έμιξα — χρυσαλοιφή — μπιρμπίλωμα — γνωμολογία — λαήνα — πανημερία — ενσφηνώνω — γραμματόπλεγμο — ρητινεύω — χόρδα — λικβινταρισμός — λιμεναρχώ — κόπτης — αλπινισμός |
|||