Новогреческий словарь
βαπτιστήριον
βαπτιστήριον
το церк. 1)
крещальня
;
2)
купель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крещальня
? —
βαπτιστήριον
как на
(ново)греческом
будет слово
купель
? —
βαπτιστήριον
как с
(ново)греческого
переводится слово
βαπτιστήριον
? — крещальня, купель
#
(ново)греческий словарь
—
αποπάζαρα
—
νοσηλεύτρια
—
αβόσκητος
—
ρέω
—
αφίππευση
—
έντιμα
—
ασχημίζω
—
πάννινος
—
αποπνιγμός
—
πονηρεύω
—
αυτογραφία
—
συνοφρυούμαι
—
διπλόστομος
—
αφίπταμαι
—
κατεπανίκιον
—
εξαπάτηση
—
τοιχάκι
—
διακορευτικός
—
αυτοπαρηγορούμαι
—
κυριολεξία
—
ζατσίντο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,