|
жестколиственный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жестколиственный? — σκληρόφυλλος как с (ново)греческого переводится слово σκληρόφυλλος? — жестколиственный — σκάβω — κουτσοκεφαλιάζω — οδοδείκτης — βαθύπλουτος — επιδιορθώτρια — κρανιά — μυοθήρας — μυξιάρης — καθρέφτης — συμπιεσμένος — βάβω — γονεύω — βλήτο — κρυστάλλων — ανομιμοποίητος — βέλος — ανέκρωτος — ποδάρα — απαθανατισμός — αλληλοκατανόηση — συνοψίζω |
|||