συνεπήχθην

формы словаβ
συνεπήχθην
παθ. αόρ. от συμπηγνύω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово συνεπήχθην? —


ιδρωτάριλίγοεγκλητήριονμυρωδικόρίπημαακαμίνευτοςτουρκόγυφτοςυποδαύλισηεύρετραλειώνωβεβηλώνωπιστόςπεραιώνωπρόναοςάχριπατραλοίαςδιαρραφήφρουτοχυμόςεξαρτύομαιεορτάζομαιμπαστίνα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit