|
παθ. αόρ. от συμπηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνεπήχθην? — — ιδρωτάρι — λίγο — εγκλητήριον — μυρωδικό — ρίπημα — ακαμίνευτος — τουρκόγυφτος — υποδαύλιση — εύρετρα — λειώνω — βεβηλώνω — πιστός — περαιώνω — πρόναος — άχρι — πατραλοίας — διαρραφή — φρουτοχυμός — εξαρτύομαι — εορτάζομαι — μπαστίνα |
|||