|
тех. микрометрический; ~ κοχλίας — микрометрический винт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово микрометрический? — μικρομετρικός как с (ново)греческого переводится слово μικρομετρικός? — микрометрический — πανοραμικός — κοψοκεφαλιάζω — φαγεδαινικός — κομπορρημονώ — αρκούδας — αντιμεταρρυθμιστής — γκρι — απαίτηση — δημαγωγία — καναδέζικος — τελειοποιούμαι — γαλβανοτεχνία — ασυναρίθμητος — κλωνόγερτος — τσισάκια — χρυσομάλλούσα — ενταύθα — ναύς — ομοιότυπος — συμμαχικός — καντάρι |
|||