|
η бамбук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бамбук? — βαμβούσα как с (ново)греческого переводится слово βαμβούσα? — бамбук — κρυφοτρώγω — αμερικανισμός — διευθύντρια — κυπαρίσσι — αποφούρνισμα — έκχυτος — ακαμάτεμα — μονόκροτο — φιλότεχνος — μοντάρισμα — σαρώνω — σαραβόλιασμα — αλατίζω — αποτίω — διτετράγωνος — άσημος — παραψαλιδιά — χολώνω — νοτίως — επάναγκες — δενδροκομία |
|||