|
ο 1) бурдюк; 2) анат. мешок, мешочек; δακρυοδόχος ~ — слёзный мешочек; === ~ πεφυσημένος — хвастун #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурдюк? — ασκός как на (ново)греческом будет слово мешок? — ασκός как на (ново)греческом будет слово мешочек? — ασκός как с (ново)греческого переводится слово ασκός? — бурдюк, мешок, мешочек — υαλοθέτης — ψειροβότανο — περγουλιά — κλεφτοκοτάς — αναγομώνω — ανερέθιστος — συμμαχητής — κλειδοκύμβαλλο — πολυκέρι — ασκοτείνιαστος — κουζινίτσα — πουρναρήσιος — καταμαρτυριά — τουμπανιασμένος — ουρηθροσκοπία — αυξητικό — γαγκάβα — μίσθιο — εξαρμοστήρας — ποικιλότροπος — ορνιθοκλέφτης |
|||