|
ο церк. 1) первый певчий; 2) регент (церковного хора) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово первый певчий? — πρωτοψάλτης как на (ново)греческом будет слово регент? — πρωτοψάλτης как с (ново)греческого переводится слово πρωτοψάλτης? — первый певчий, регент — ερυθρόλευκος — αποτυχεμένος — εμπίεζω — αντιπροσωπευτικά — αιμοπετάλιο — Θεογεννήτωρ — δεδηλωμένα — προσκομιδή — αεριαγωγός — στέμμα — μανδαρινικά — μπατσικό — Κυρά — λαδικό — τουμπανιάζω — αποκρίνομαι — κόθορνος — θερμοηλεκτρικός — ζύμωση — μισανοικτός — εξώδερμα |
|||