|
το шишка (от ушиба, чаще на голове) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шишка? — μουτούλι как с (ново)греческого переводится слово μουτούλι? — шишка — αμάξι — τρήση — απαλυντικά — μονώνω — δημοσιολόγος — ξετρελλαίνω — αναίτια — κάμπτομαι — ιδιοτελής — ακκίζομαι — δαιμονιώ — αλλοδαπός — χύλωμα — περιαιρετός — εξαωρία — αορτηρούχος — συναθροίζω — χονδρογένεση — αιδημοσύνη — βαρύγδουπος — χιονάνθρωπος |
|||