|
(-ιδος) η бездымный порох (один из видов) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бездымный порох? — βαλλιστίτις как с (ново)греческого переводится слово βαλλιστίτις? — бездымный порох — διψαλέος — απορριπτικά — επίχειρον — αναχέομαι — εκκεντρικός — κάταγμα — ανερχόμενος — βουρλίζω — ολοχρονής — δυσηχαγωγός — γλυκότητα — τρέφω — νέφιο — ανασκουμπώνομαι — Μεσαίωνας — απολωλώς — εταίρα — ζυθοπώλης — φανφάρα — φτωχόμυαλος — μαύσωλείο |
|||