|
на земле; на полу; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово на земле? — χάμω как на (ново)греческом будет слово на полу? — χάμω как с (ново)греческого переводится слово χάμω? — на земле, на полу — μεγαλώνοντας — βρογχοσκοπία — ακαλλώπιστος — λογιωτατίζω — τραγουδώ — διαπορία — πτελέα — ανισόρροπα — Φαέθων — σιροκολεβάντες — διεκπνοή — αμοιρολόγητος — χωρισμός — δευτερωμένος — σβένω — κατρακύλα — αυτοκτονικός — Αφγανιστάν — διατρέφομαι — εκτραχηλισμός — σιχαμερός |
|||