|
η колонна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колонна? — κολώνα как с (ново)греческого переводится слово κολώνα? — колонна — τουλπάνι — σμέρνα — ανεπιθεώρητος — τρόχαλο — δολοπλοκία — μελισσουργείο — εργασμένος — τεσσαράκοντα — τσίτ — σχεδιογράφος — διόφθαλμος — παντοκράτωρ — υποκλέπτω — πωλητήριος — αμφιετηρίς — αλαγάριστος — άκοπος — χειραγωγία — νικελίνης — χαρουπάλευρο — ενόχληση |
|||