Новогреческий словарь
κώχη
κώχη
η 1) прям., перен.
угол; уголок
;
χτύπησε στήν ~ τής ντουλάπας — [phrase]он ударился об угол шкафа[/phrase]
;
σέ όλες τίς κώχες τής αυλής — [phrase]во всех уголках двора[/phrase]
;
2)
уголок
(глаза);
===
τό μαχαίρι έκανε κώχες — [phrase]нож зазубрился[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
угол
? —
κώχη
как на
(ново)греческом
будет слово
уголок
? —
κώχη
как на
(ново)греческом
будет слово
уголок
? —
κώχη
как с
(ново)греческого
переводится слово
κώχη
? — угол, уголок, уголок
#
(ново)греческий словарь
—
κρέμασμα
—
ερωτόλογα
—
φαλιρημένος
—
υπομνηστικός
—
ναΰδριο
—
φλογοκόκκινος
—
περίεργα
—
σπερδουκλιά
—
χαζίρι
—
αυτοσχεδίασμα
—
δια-
—
ισλαμισμός
—
πρωτοβρόχι
—
ξώρραφος
—
αριστερός
—
περιηγητής
—
κρεμαστήρι
—
μπερεκέτι
—
εμμετρωπία
—
πίστρα
—
ολοκόκκινος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,