|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово άπλωμα? — — ξορκιστής — ληκτικός — ευρυμαθής — φυτογεωγραφία — σκιαμαχία — αντιπυροβόλησις — σουσουμιάζω — προσαράσσω — μουνταίνω — ψεσινός — πηγαδόπετρα — ζεματίζω — αζάπης — επιρροή — χαλυβοποιώ — κύριος — αδιαπότιστος — ξεφυτιλίζω — πολυζωία — κρηνίδωμα — μεταλλοξείδιο |
|||