|
ο дармоед #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дармоед? — αμακαδόρος как с (ново)греческого переводится слово αμακαδόρος? — дармоед — ενδεκάς — βουλγαρικά — συχνάκις — σπαθάτος — ανανεώνομαι — χαρτοθέτης — διεκθλίβω — ειρκτή — γκέλλι — ψαλτάκι — κομβίον — ανώδυνος — πλατύρρυγχος — δυαδικός — στιχηδόν — προμηθεύτρια — ημιυπόγειο — καταχαρίζομαι — πίπτω — ξόβεργα — αντίκρημνος |
|||