Новогреческий словарь
καυδιανά
καυδιανά
:
διέρχομαι υπό τά ~ δίκρανα — унижаться
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
καυδιανά
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λοχεία
—
νυχάτος
—
χόνδρυλλα
—
ολιγόστευμα
—
υπερτονώνω
—
απομεσήμερα
—
στροφή
—
εξάωρο
—
γεροκολασμένος
—
αναμοχλευτικός
—
αυτοεξυπηρετούμαι
—
επτάτονος
—
καΐλα
—
γενειάζω
—
εισάγω
—
σιχαμός
—
αναμελετώ
—
μηλοπεπόνι
—
μπαρμπεριάτικα
—
υπόδεση
—
συγκρατημένα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве