|
мед. подагрический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подагрический? — ποδαγρικός как с (ново)греческого переводится слово ποδαγρικός? — подагрический — τοιχοκόλλημα — σταφίδιασμα — ασκληραγώγητος — εκπεπτωκώς — βιβλιοτεχνία — σινολογία — πρέζα — βατοκόπι — εσάς — ξαναφκειάνω — υπερτονώνω — μετοίκιον — πάχος — εξαγωγή — διαρμίζω — συσχετισμός — υφαντική — αυτοτιμωρούμαι — στουπωτός — αμυγδαλωτό — σπάνιος |
|||