Новогреческий словарь
εξαφριστής
εξαφριστ|ής
ο 1)
шумовка
;
2) тех.
шлаковый ковш
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шумовка
? —
εξαφριστής
как на
(ново)греческом
будет слово
шлаковый ковш
? —
εξαφριστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξαφριστής
? — шумовка, шлаковый ковш
#
(ново)греческий словарь
—
κορνιζάς
—
ζωηράδα
—
συνεκφωνώ
—
σύγκρυος
—
ξέρα
—
ριπιδοειδής
—
τεμαχισμός
—
καθαρτικός
—
ωστήρας
—
γουώτερ-πόλο
—
στοιχειοθετείον
—
αντισυνταγματικώς
—
μυταρού
—
απόξερος
—
ξενοδουλεύτρα
—
ποταμόσκυλο
—
ανθρωπομορφικός
—
φέρετρο
—
διεξαγωγή
—
ερμάτισμα
—
αναύλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω