|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ταχύπλοο? — — κατούρημα — διακορευτικός — λεηλάτηση — καρμίρω — πρεσβυτικός — βαφιάς — αγαρμποσύνη — απεκείθε — γουρουνομάντρι — ακρωτήρι — κατάρατος — εξασθενωτικός — λυκόμορφος — στρατονομία — μεσάντρα — ντουφεκιά — ελευθεροστομία — οργανοταξία — επομένη — κάτουρλο — οδοιπορικά |
|||