|
мед. дальнозоркий человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дальнозоркий человек? — πρεσβύωψ как с (ново)греческого переводится слово πρεσβύωψ? — дальнозоркий человек — συνιστώσα — εδαφοστρωτήρας — υδροφόρα — σπειρώ — κατοβλητικός — άρθρο — γαλακτίτης — αστρολόγος — ψυχρόμετρο — ξυλόπνευμα — αδιαφόρως — ωρυγή — εξάγωνος — λιθανθρακωρύχείο — σοδομιτής — καταπονώ — σπασμοφιλία — ορολόγιο — απελπισμένα — επακούω — αξυστος |
|||