|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καμαρωτά? — — ακινητότης — φυσεκλίκι — ομβρελλοπονός — ατοκία — λογγιά — οξύφυλλος — αστραπή — ωμοπλαταλγία — ανήλωσα — αλιπάστωση — κοντόξυλο — αψείριαστος — ξετραχηλισμένος — τζόκεης — αστιγμία — αντραγάθημα — καρδάρα — εύτηκτον — σοβάντισμα — διασκέλα — ευθέως |
|||