Новогреческий словарь
απάρνηση
απάρνηση
η 1)
отказ
;
2)
отречение
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отказ
? —
απάρνηση
как на
(ново)греческом
будет слово
отречение
? —
απάρνηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
απάρνηση
? — отказ, отречение
#
(ново)греческий словарь
—
εκτοπιστικός
—
θυμωμένος
—
αερόθερμο
—
κεραμιδόχωμα
—
ερειπούμαι
—
απόσχιση
—
ζήν
—
ρεύγομαι
—
παλμός
—
σιούτος
—
Ουκρανία
—
ανθιβολή
—
χρυσοπράσινος
—
κορνιαχτός
—
αγρονομικός
—
απόμωρος
—
εγκλιμάτιση
—
ανεμοκυκλαπόδης
—
ανδρωνίτης
—
ανυστέρητος
—
αργεντίνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,