|
το винтовое судно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово винтовое судно? — ελικοφόρον как с (ново)греческого переводится слово ελικοφόρον? — винтовое судно — λαμποκόπι — μπάκα — μνημειακός — παντού — περβόλι — εκρηκτήρ — ορφανεύω — απροκοψιά — ξανάστροφη — ανασκιρτώ — ένας — ειλωτεύω — μονοκόκκαλος — μιλιούνι — συννέφιασμα — ακαυτηρίαστος — ανακίνημα — ολοφάνερα — επιχορήγημα — νυστέρι — τσιμπημένος |
|||