|
: αλά ~ — по-турецки, на корточках #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τούρκα? — — κορυβοντιασμός — ιπτάμενος — τριτοτόκος — όδευσις — αμετάβατος — πολυθεϊκός — πρωταπριλιά — επίγνωση — συντρόφεμα — ξυσμένος — αγριόγατος — μυρμηκιώ — απρογραμμάτιστος — φιλοτομαριστικός — γυψάδικο — εξαγγελθείς — όμορφη — εκπαρθενευτής — συννεφιασμένος — θρούβαλο — μαϊστροτραμουντάνα |
|||