|
αόρ. от φέγγω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έφεξα? — — κουλτούρα — ανθράκωση — ιχνοστοιχείο — μπαλωματής — αβίαστα — σούζο — επικάλυψη — κλαυθμυρισμός — απαιδαγωγησία — φερμάρω — ποντικότρυπα — φιογκάκι — υποκειμενοποιούμαι — ενωμοτάρχης — μπούχισμα — τριανταμία — θεωρία — άρχω — ξεκρέμασμα — μυζηθρόπιττα — άρπαγας |
|||