|
оглушительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оглушительный? — βαρύγδουπος как с (ново)греческого переводится слово βαρύγδουπος? — оглушительный — φτωχομαχαλάς — ὠτακουστέω — γλυφίδα — πενηντάρα — ελαχιστοποιούμαι — απογυριά — λεβάρω — φλογίζομαι — λατινικός — συμπαραστάτρια — κριτική — συνταγολογία — θετός — αντιπροεδρεύω — μεγεθύνω — Τσιγγάνα — μεμβράνα — χοντρός — αυτογωγή — επιχωριάζω — ηλιοχαρής |
|||