|
(-ητος) η вяжущее свойство (лекарства) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вяжущее свойство? — στυπτικότητα как с (ново)греческого переводится слово στυπτικότητα? — вяжущее свойство — αντιπληθωρισμός — παρεμπίπτω — κατατυραννώ — αχόρταστος — επιστολικός — πατημασιά — αποστάφυλα — στειράδι — ανέγγυος — ξεβραχνιάζω — ράντα — τεκμηριώνω — αδειούχα — πιτύργιασμα — αρβυλοποιείο — πλακωτός — κριτήριο — τράχωμα — βαποράκι — επιχωματώνω — καιροσκοπία |
|||