αυτοκινητάκι

формы словаβ
αυτοκινητάκι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αυτοκινητάκι? —


συνεργατικήαπόγειοςχιαστόςβυθιστικόςτυλιχτόςχόρδισμαεγχειριστήςφείδομαιοντολογίααρήμαχτοςνερομπούκαλοκαντιλοσβήστρααποχτενίζωούπερίπλουςαιμοδιάγραμμαανακήρυξηαλυσόδεσμονμουντζαλώνωκτηνιατρικήσυνομολόγηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit