|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αυτοκινητάκι? — — συνεργατική — απόγειος — χιαστός — βυθιστικός — τυλιχτός — χόρδισμα — εγχειριστής — φείδομαι — οντολογία — αρήμαχτος — νερομπούκαλο — καντιλοσβήστρα — αποχτενίζω — ού — περίπλους — αιμοδιάγραμμα — ανακήρυξη — αλυσόδεσμον — μουντζαλώνω — κτηνιατρική — συνομολόγηση |
|||