|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επισφάλεια? — — διέπηξα — ακατάβλητο — βαμβακουργός — μπενζίνα — βουρκότοπος — απηχώ — αρωματίζω — λούσσο — ακριβωτής — δολιότητα — συνοριακός — χνούδι — ζωγραφιστά — ορθοτομία — ζευτό — εναρκτήριος — εννοιακός — γιδόποδο — μπερδεψιά — βελτίωση — παρεκβαίνω |
|||