|
(-εως) η потёртость от пут (у вьючных животных) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово потёртость от пут? — ενσχοίνιση как с (ново)греческого переводится слово ενσχοίνιση? — потёртость от пут — χειραφετώ — πασιφισμός — αεροβάτης — αναθυμώ — γκορτσιά — κατάρατος — προσκυνήτρια — βαρύθυμος — τορπιλλίζω — αγγλοσαξονικός — στιγμή — ανδρόγυνος — φιλία — χαροπάλεμα — βλήτο — κρεμνώ — επώθηση — θεοπάλαβος — ηθογράφημα — αρματομαχία — αλλοτριώνω |
|||