Новогреческий словарь
προγραμματικός
προγραμματικός
относящийся к программе; программный
;
~ές δηλώσεις τής κυβερνήσεως — программное заявление правительства
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к программе
? —
προγραμματικός
как на
(ново)греческом
будет слово
программный
? —
προγραμματικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
προγραμματικός
? — относящийся к программе, программный
#
(ново)греческий словарь
—
ανελέητος
—
χρεωστάσιο
—
αποκαινουργίς
—
αιματοποίηση
—
ναρκομανία
—
καρδιοαγγειακός
—
περαιτέρω
—
προσφωνώ
—
ασέβημα
—
αρχειοθέτρια
—
αποχώριση
—
εναποταμιεύω
—
ξερόχορτο
—
ανους
—
υπερκεράτωση
—
υδρομέτρης
—
διττογραφία
—
ποτηριά
—
ατσαλώνομαι
—
ερπυστριοφόρος
—
κουμποθηλειά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω