|
(-ίδος) η клёпка (бондарная) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клёпка? — βαρελοσάνίς как с (ново)греческого переводится слово βαρελοσάνίς? — клёпка — νομογράφημα — ρητίνευση — φαλίρω — αιθυλαιθήρ — ανασκουμποχέρης — τρίσκοτος — ονυχοπτωσία — ρημαδιακός — ονειρικός — επιφανειούχος — βαμμένος — χρονοδιακόπτης — αληθομανία — ιδεοκρατία — Γερουσία — μονόγραμμα — ανάπιασμα — ποντάρισμα — εγκατοίκηση — μετοφορά — χιονοκύλισμα |
|||