|
το физ. психрометр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово психрометр? — ψυχρόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ψυχρόμετρο? — психрометр — παραδεισιακά — διακόφτα — μεσολαβή — αιώνας — πτεροφυία — αδιαφώτιστος — ανακαΐλα — νερόλακκος — ξεθάμπωμα — πλειονοψηφία — μονόχρονος — προίκιση — δαμαλισμός — φαλλῖτις — απομένω — δάνειος — ασπούδα — μεταστάθμευση — χρυσαφικό — ατρύπητος — λιμάρω |
|||