|
η расширение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — διεύρυνση как с (ново)греческого переводится слово διεύρυνση? — расширение — αντηχητικός — καλολογικός — συρτοθηλειά — βιλάρα — ερεισματικός — στεφάνη — σταθμοδείκτης — κάραβος — Αλβανίδα — διαχάραξη — φασκέλωμα — λενινιστικός — έμψυχος — ακόμπιαστος — κύκνειος — ανακατωμένος — διακοίνωση — μαγευτικός — αισθητικότητα — χέρσωση — εξαμερής |
|||