|
золотой; καρδιά ~α — золотое сердце #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золотой? — μαλαματένιος как с (ново)греческого переводится слово μαλαματένιος? — золотой — νύγμα — όμοια — αναπλάσσω — κατανεύω — ενορίτισσα — πληθυσμογράφος — στοιχειωμένος — βύζαμα — ρινορραγία — ρηχά — γιγνώσκομαι — χοροστασία — τάχα — γεροντοκορισμός — φαγοκυττάρωση — σκανδαλοθηρικός — αδίκημα — βαΐζω — παραδέρνω — απών — απηρχαιωμένος |
|||