Новогреческий словарь
μολοσσός
μολοσσός
ο
овчарка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
овчарка
? —
μολοσσός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μολοσσός
? — овчарка
#
(ново)греческий словарь
—
μελισσοτροφικός
—
χρυσολάτρης
—
εγείρομαι
—
έκθυσις
—
χύτρα
—
αναγαργάρισμα
—
αμμούδα
—
έγκειμαι
—
διαφορίζω
—
ψάμμος
—
γνωστικό
—
ευθεράπεύτος
—
μαστίτιδα
—
κλαδερός
—
ζωονοσολογία
—
μικρανεψιός
—
πλασιέ
—
μάνητα
—
απογύμνωση
—
βουτυρικός
—
επανερχόμενος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,