|
ο овчарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овчарка? — μολοσσός как с (ново)греческого переводится слово μολοσσός? — овчарка — οξύμαχος — στασιμότητα — καλομιλάω — Σουλτάνα — πιθαμφορέας — συνθιασώτης — αβιταμίνωση — έεκεια — μπογιαντίζω — ηλιοστάλακτος — αναλογίζομαι — δασότοπος — σεμνότυφος — αταλάντωτος — στάχυ — κατάκλιτος — άπτρα — βέβαια — βαβούλι — ανατροφοδότηση — υπογόνιμος |
|||