|
η мед. ожирение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ожирение? — στεάτωση как с (ново)греческого переводится слово στεάτωση? — ожирение — φλυκταινώδης — φιλο- — συστηματοποιημένος — αναγνωριστικά — λουλουδάδικο — δεσμά — κρίσιμος — ανεξακρίβωτος — φυλλόστρωτος — εμπεριεκτικός — βηματόμετρον — μοιχαλίδα — γλείμμα — θωριά — χαμηλούτσικα — αδερφοσύνη — σκάρα — σπαθόχορτο — βιάζω — αδιεκπεραίωτος — συντομογραφικώς |
|||