|
электродвижущий; ~ή δύναμη — электродвижущая сила #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово электродвижущий? — ηλεκτρεγερτικός как с (ново)греческого переводится слово ηλεκτρεγερτικός? — электродвижущий — μέθοδος — προδικαστικός — έγυρα — σαμποτάρισμα — εξωκυττάριος — νεραντζάκι — κράμβη — βαθύσφαιρα — αστένευτος — τάβανος — διάστιξη — φαινομενικός — καβάλλα — λαοκρισία — τραγικότητα — ξεδιάντροπος — αναγυρίζω — ακροζυγιάζομαι — γκιζεράω — κηπουρικά — αποβιβάζω |
|||