Новогреческий словарь
ηλεκτρεγερτικός
ηλεκτρεγερτικός
электродвижущий
;
~ή δύναμη — электродвижущая сила
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
электродвижущий
? —
ηλεκτρεγερτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηλεκτρεγερτικός
? — электродвижущий
#
(ново)греческий словарь
—
πανταχούσα
—
πρόωση
—
μιμητικότητα
—
ευχή
—
συνέργεια
—
λερωμένος
—
αρνιούμαι
—
ανορθώτρια
—
πρωτότυπος
—
αντιπρόσκληση
—
μακάστα
—
αστερώνω
—
αλοθήκη
—
πολυζήλευτος
—
ξιφιός
—
σαβανώνω
—
ωτοασπίδα
—
διάτρητος
—
δηλωτικός
—
γλυκοκοιμισμένος
—
δηλητήριο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω