|
ходить пешком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить пешком? — δρομοκοπάω как с (ново)греческого переводится слово δρομοκοπάω? — ходить пешком — φραγγελώνω — σύντομος — παραπειστικός — μηχανουργείο — μιγάς — χαροπός — πυρεκβόλος — καταδιώκων — διάστολας — ισόβαρος — ακάθαρτος — μεταλλόφωνο — αμαξοειδής — δαιμονολάτρης — επικοινωνιακά — τζάντζαλο — ηλεκτροκινητήρας — γνωστότατος — ασθενικός — δωδεκάρι — απάνθρωπα |
|||