στέφανο

формы словаβ
στέφανο
το (чаще мн.ч.) брачный венец;
          κάτω από τά ~α — под венцом;
          καλά ~α! — [phrase]счастливого брака![/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово брачный венец? — στέφανο
как с (ново)греческого переводится слово στέφανο? — брачный венец


πεφωτισμένοςαθροίζωαπογειώνομαιτηλεφωνίαπεζούλιπρομισθώνωολιγόκοσμοςμπρούσικοςαμπελοκομίακοκκινόκωλοςξαντόςαχορτάριαστοςαπηδαλιούχητοςαυτοκαλούμενοςδιασχίσιμοςνοικοκύρισσαακονόλιθοςστοιχίζωδεκαρολογίααντιβοώσημαδεμένος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit