|
το (чаще мн.ч.) брачный венец; κάτω από τά ~α — под венцом; καλά ~α! — [phrase]счастливого брака![/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово брачный венец? — στέφανο как с (ново)греческого переводится слово στέφανο? — брачный венец — πεφωτισμένος — αθροίζω — απογειώνομαι — τηλεφωνία — πεζούλι — προμισθώνω — ολιγόκοσμος — μπρούσικος — αμπελοκομία — κοκκινόκωλος — ξαντός — αχορτάριαστος — απηδαλιούχητος — αυτοκαλούμενος — διασχίσιμος — νοικοκύρισσα — ακονόλιθος — στοιχίζω — δεκαρολογία — αντιβοώ — σημαδεμένος |
|||