|
το недостаточное количество; δίνω απ' τό υστέρημα μου (или εκ τού υστερήματος μου) — давать из последнего; делиться последним #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово недостаточное количество? — υστέρημα как с (ново)греческого переводится слово υστέρημα? — недостаточное количество — ελικοφόρος — σπάραχνα — προστρίβομαι — ψυχοπονιάρικος — εμπότισμα — βοδόμυγα — λεμφοκοκκίωμα — αρτεργάτης — σελλάδικο — γλυκερινικός — αίγειρος — αρχιδαράς — επίτευγμα — χώνεμα — ευθυπορία — οικοκυρικά — επεξετάθην — κυμάτισμα — αλφαδογωνιά — περιγελαστής — θράκα |
|||